- φοβήσεις
- φοβέωput to flightaor subj act 2nd sg (epic)φοβέωput to flightfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαληγορία — η (Α μεγαληγορία) [μεγαλήγορος] 1. καυχησιολογία, κομπασμός («μεγαληγορίαισι δ ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις», Ευρ.) 2. πολύ στομφώδες ύφος σε γραπτό ή προφορικό λόγο … Dictionary of Greek